- στουπιάζω
- Ν [στουπί](για καρπούς ή φαγητά) χάνω τη γευστικότητά μου, είμαι άνοστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στουπιάζω — γίνομαι σαν στουπί: Στούπιασαν τα αχλάδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)